



Νεφέλη
Publisher Description
Νεφέλη
Η Βιβλιοθήκη της Σιωπής
Η σιωπή στην Αρχέμεια δεν ήταν απλή απουσία ήχου· ήταν ζωντανό πέπλο, ένα άγγιγμα αρχαίο, σχεδόν ιερό. Τυλιγόταν ανάμεσα στα ράφια, στις σκάλες, στις καμάρες και τις κρυφές στοές, σαν να την υφάναν οι ίδιες οι σελίδες των βιβλίων. Εκεί μέσα, ανάμεσα σε χάρτινες μνήμες και σκιές αιώνων, περπατούσε η Ελάρα.
Ήταν ακόμη νωρίς, η ομίχλη έξω δεν είχε σηκωθεί, και τα φώτα του ανατολικού κλίτους πάλευαν να διαπεράσουν τους σκονισμένους φεγγίτες. Η Ελάρα, 24 ετών, μα με βλέμμα γεμάτο περιέργεια αιώνων, βάδιζε με γνώριμο βήμα στους διαδρόμους της βιβλιοθήκης. Στην πλάτη της αιωρούνταν ένας δερμάτινος σάκος, γεμάτος σημειώσεις, χαρτογραφήσεις και μια μεγεθυντική λυχνία, δικής της κατασκευής.
Από παιδί ένιωθε ότι κάτι την έδενε με τη Βιβλιοθήκη της Αρχέμειας· όχι απλώς η αγάπη για τα χειρόγραφα, μα μια μυστική, βαθύτερη σύνδεση. Σαν να την καλούσε το ίδιο το κτίσμα, ψιθυρίζοντας με γλώσσες που μόνο η ίδια καταλάβαινε.
Εκείνο το πρωί, η φωνή ήταν πιο έντονη. Ένας υπόγειος παλμός, σαν αντίλαλος από παλιά χρονικά, αντηχούσε μέσα της. Η ποδιά της ανέμιζε ελαφρά καθώς προχωρούσε προς το παλαιό αρχείο, έναν τομέα της βιβλιοθήκης κλειστό για δεκαετίες.
Η κλειδαριά έμοιαζε παλιά, αλλά γνώριμη. Ξεδιπλώνοντας μια μικρή μεταλλική ράβδο με χαραγμένα γράμματα —Oris memoratis—, την έσπρωξε απαλά στην κλειδαριά. Ένα απαλό κλικ απαντήθηκε με ένα ρίγος στο στήθος της.
Το δωμάτιο άνοιξε.
Η σκόνη αιωρούνταν σαν φαντάσματα· ο αέρας μέσα είχε την αίσθηση εγκατάλειψης αλλά και προσμονής. Οι τοίχοι ήταν επενδεδυμένοι με ράφια από παλαιωμένο ξύλο, αλλά υπήρχε και κάτι διαφορετικό: στο βάθος, πίσω από ένα ράφι που είχε μισοκαταρρεύσει, διακρινόταν μια επιτοίχια εσοχή, που δεν υπήρχε στα αρχιτεκτονικά σχέδια.
Η Ελάρα πλησίασε. Η παλάμη της χάιδεψε την επιφάνεια της εσοχής. Η αφή της συνάντησε ανάγλυφα σημάδια —όχι γράμματα, αλλά κάτι πιο αρχαίο, πιο κοντά στη χαρτογραφική γλώσσα των Ανεξίτηλων Σφραγίδων.
Ένα ελαφρύ πάτημα και... κάτι μετακινήθηκε. Ένας μυστικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε με βαθύ γδούπο. Ο τοίχος άνοιξε σε μια πέτρινη κρύπτη, κι εκεί, τυλιγμένο με φύλλα από ημιπολύτιμο ύφασμα, βρισκόταν ένα παράξενο βιβλίο.
Δεν ήταν μεγάλο, ούτε φανταχτερό. Το εξώφυλλο ήταν φτιαγμένο από περγαμηνή περασμένη με αστερόσκονη, που έμοιαζε να λάμπει αμυδρά υπό το φως της λυχνίας της. Πάνω του δεν υπήρχε τίτλος. Μονάχα ένα ανάγλυφο σημάδι: τρεις διαγώνιες γραμμές που τέμνονταν από έναν κύκλο στο κέντρο τους —το σύμβολο των Νεφελικών Νήσων, όπως είχε δει κάποτε σ’ έναν ελάχιστα γνωστό χειρόγραφο θρύλο.
Η Ελάρα ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται.
—«Αυτό… δεν μπορεί να είναι…»
Η φωνή της μόλις ακούστηκε. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν τη ράχη του βιβλίου. Με δέος, το άνοιξε.
Οι πρώτες σελίδες ήταν λευκές. Ύστερα, αχνά, γραμμές άρχισαν να ξεπροβάλλουν. Σαν να ξυπνούσε ο χάρτης. Ήταν ένας πολυεπίπεδος χάρτης, όχι μόνο με τοπία, αλλά και με κινήσεις, στρώματα ουρανού, ρεύματα ανέμων και περάσματα ανάμεσα στους κόσμους. Στη μέση, αιωρούμενα, τα Νησιά.
Ήξερε αμέσως ότι δεν επρόκειτο για απλό σχέδιο. Το βιβλίο αυτό ήταν πύλη.
Αργότερα το ίδιο βράδυ, με το κερί να τρεμοπαίζει στη σοφίτα της βιβλιοθήκης, η Ελάρα καθόταν αντικριστά με τον Λύσανδρο.
Ήταν από τους λίγους που εμπιστευόταν· επιστήμονας αλλά και οραματιστής, με μάτια που έβλεπαν πέρα από το εμφανές. Είχε προσκληθεί στην Αρχέμεια πριν τρία χρόνια, όταν η ίδια τον είχε συναντήσει σε μια έκθεση τεχνολογικών θαυμάτων στον Νότο. Από τότε, οι δύο τους είχαν δεθεί μέσα από αμφιβολίες, απορίες, αναζητήσεις.
Η Ελάρα άνοιξε μπροστά του το βιβλίο.
—«Δεν είναι απλός χάρτης,» είπε με συγκρατημένη έξαψη. «Είναι δυναμικός, κινείται με τη σκέψη. Δείχνει διαδρομές που δεν υπάρχουν —εκτός αν τις γνωρίζεις.»
Ο Λύσανδρος έσκυψε, παρατηρώντας προσεκτικά. Τα μάτια του άστραψαν όταν διέκρινε τις ασύμμετρες γεωμετρίες του χάρτη.
—«Είναι τρισδιάστατη αναπαράσταση μετα-ουράνιας τοπολογίας. Δεν πρόκειται για απλό σχεδιασμό, αλλά για κάτι… ζωντανό. Σαν να το διαμορφώνει το μυαλό μας.»
—«Ή η βούλησή μας.» Η φωνή της Ελάρας ήταν σιγανή, σχεδόν ιεροπρεπής.
Ένας από τους συμβολισμούς στο χάρτη έμοιαζε να πάλλεται, σαν να την καλούσε. Ήταν ένας κυκλικός δακτύλιος ανάμεσα σε δύο αιωρούμενες νησίδες. Πάνω του, η ίδια σφραγίδα που είχε δει στο εξώφυλλο του βιβλίου.
Ο Λύσανδρος χαμογέλασε ελαφρά.
—«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό, έτσι;»
Η Ελάρα ένευσε. Τα δάχτυλά της έσφιξαν τη ράχη του βιβλίου.
—«Η Βιβλιοθήκη της Σιωπής μόλις μίλησε. Και μας άνοιξε την πύλη.»
Από εκείνο το βράδυ, τίποτα δεν ήταν όπως πριν.
Η Ελάρα ένιωθε το βάρος του παρελθόντος και την ευθύνη του μέλλοντος να την περικλείουν. Το βιβλίο δεν ήταν απλώς κλειδί· ήταν κάλεσμα. Ένα νήμα που την ένωνε με κάτι μεγαλύτερο από την ίδια —ίσως ακόμη και από τον ίδιο τον κόσμο της Γης.
Μόνη της, αργά τη νύχτα, κατέβηκε ξανά στο υπόγειο. Έφερε το χάρτινο αντικείμενο κοντά στην καρδιά της, και για πρώτη φορά, έκλεισε τα μάτια της και άφησε τη σκέψη της να πλεύσει μέσα στις γραμμές του.
Ο αέρας γύρω της άλλαξε.
Η σκόνη αιωρούνταν πιο αργά. Οι τοίχοι απομακρύνθηκαν. Μια αχνή μουσική, σαν από καμπάνες φτιαγμένες από φως, αντήχησε μέσα της.
Και τότε, για μια αναπνοή, είδε τα Νησιά. Όχι στον χάρτη. Αλλά πραγματικά.
Αιωρούμενα, φωτεινά, αγγίζοντας ουρανό και μνήμη.
Η περιπέτεια είχε μόλις αρχίσει.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει πίσω από τους ψηλούς πύργους της Αρχέμειας όταν η Ελάρα διέσχισε το μακρύ διάδρομο της δυτικής πτέρυγας. Τα παράθυρα – ψηλά, με χρωματιστά τζάμια – έριχναν θραύσματα από φως στους πέτρινους τοίχους, κάνοντάς τους να μοιάζουν με τοιχογραφίες από ξεχασμένες εποχές. Η Βιβλιοθήκη της Αρχέμειας, άλλοτε φρούριο γνώσης και τώρα καταφύγιο λησμονημένων μυστικών, σιωπούσε όπως πάντα – μα εκείνη την ημέρα, η σιωπή της είχε βάθος. Είχε βάρος. Και προσκαλούσε.